Νοτίως της πόλης της Χίου, στην ανατολική ακτή του νησιού, εκτείνεται η κατάφυτη με εσπεριδοειδή πεδιάδα του Κάμπου. Πλούσια υπόγεια νερά από τα γειτονικά υψώματα κάνουν τον Κάμπο ένα απέραντο περιβόλι εσπεριδοειδών. Ο Κάμπος αποτελεί μοναδικό οικιστικό σύνολο, άριστο συνδυασμό τόπου κατοικίας και γεωργικής ενασχόλησης, σπάνιας καλαισθησίας. Απαρτίζεται από διακόσια περίπου κτήματα που περιβάλλονται από ψηλούς περίτεχνους μανδρότοιχους. Λόγω και του ιδιαίτερου ιστορικού του ενδιαφέροντος, το Υπουργείο Πολιτισμού τον έχει χαρακτηρίσει ιστορικό παραδοσιακό οικισμό.
Ο Κάμπος πρωτοκατοικείται από ντόπιους και ξένους αριστοκράτες επί γενουατικής κατοχής τον 14ο αιώνα με πρωτοβουλία της Μαόνας, της γενοβέζικης εμπορικής εταιρείας που εκμεταλλευόταν μονοπωλιακά το εμπόριο της μαστίχας. Αυτοί έχτισαν πρώτοι τους πύργους τους μέσα στα περιβόλια.
Η κατάκτηση από τους Οθωμανούς το 1566 δεν επηρέασε αρνητικά τον Κάμπο. Η οικονομική ζωή περνάει στον έλεγχο ντόπιων πλούσιων εμπόρων, χάρη στους οποίους η Χώρα της Χίου έφτασε τον 19ο αιώνα να θεωρείται ως η Βενετία της Ανατολής. Αυτοί διατηρούσαν τις εξοχικές κατοικίες τους κυρίως στον Κάμπο.
Η Σφαγή του 1822 αφάνισε τα πάντα και διέκοψε κάθε δραστηριότητα. Γύρω στα 1860 συντελείται μια ουσιώδης αλλαγή: με την εισαγωγή μανταρινιών από τις Ινδίες, η οικογένεια Χωρέμη εγκαινιάζει την καλλιέργεια εσπεριδοειδών. Ο σεισμός του 1881 ισοπεδώνει σχεδόν το σύνολο των πύργων του Κάμπου. Τον 20ό αιώνα πολλές ιδιοκτησίες αλλάζουν χέρια και νέες εμφανίζονται στις παρυφές της περιοχής. Όσα αρχοντικά ανήκαν στην αστική τάξη της Διασποράς επισκευάζονται και γνωρίζουν νέα άνθηση.
Οι νέες κατοικίες στις αρχές του 20ού αιώνα χτίστηκαν κυρίως πάνω στα ισόγεια των παλιών. Είναι μεγάλες, κατασκευασμένες από την ίδια πέτρα και φέρουν επιρροές του νεοκλασικισμού. Πολύτιμα για τη φυσιογνωμία του οικισμού είναι και όσα περιβάλλουν την κατοικία: οι τοξωτές αυλόπορτες, οι περίτεχνες βοτσαλωτές αυλές, οι πέργκολες, τα μαγγανοπήγαδα, οι στέρνες και οι μανδρότοιχοι, χτισμένοι από την ίδια πέτρα, δένουν μέχρι και σήμερα αρμονικά μεταξύ τους. Έτσι διατηρήθηκε σε μεγάλο βαθμό η ιδιαίτερη φυσιογνωμία του Κάμπου, που αποτελεί ενότητα αρχιτεκτονική, πολεοδομική, ακόμη και οικολογική, με ιδιαίτερη ιστορική και αισθητική αξία.
Οι δρόμοι του Κάμπου είναι στενοί και περιβάλλονται από τους ψηλούς τοίχους των αρχοντικών. Η τοξωτή είσοδος με τις βαριές ξύλινες πόρτες οδηγεί στην αυλή. Η αυλή είναι συνήθως βοτσαλωτή με βαθύσκια δέντρα και λουλούδια, ενώ σχεδόν πάντα μέσα στην αυλή βρίσκονται η στέρνα και το πηγάδι. Ένα τυπικό “καμπούσικο” αρχοντικό είναι διώροφο, διαθέτει μεγάλη πέτρινη σκάλα και η μία του πλευρά εφάπτεται στον δρόμο. Ο κάτω όροφος χρησιμεύει ως αποθήκη, ενώ οι χρηστικοί χώροι βρίσκονται στον άνω όροφο, όπου η θέα δεν εμποδίζεται από τα δέντρα. Χαρακτηριστικότερο δείγμα καμπούσικου αρχοντικού είναι το Κτήμα Αργέντη.
Αρκετά από τα αναπαλαιωμένα αρχοντικά χρησιμοποιούνται ως ξενώνες, καθώς η περιοχή παρουσιάζει μεγάλο τουριστικό ενδιαφέρον όχι μόνο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες αλλά και την Άνοιξη, όταν όλη η περιοχή ευωδιάζει από τα ανθισμένα εσπεριδοειδή.
Στον Κάμπο υπάρχει πληθώρα από ξενοδοχεία, ξενώνες, ενοικιαζόμενα δωμάτια, επιπλωμένα διαμερίσματα και στούντιο για τη φιλοξενία των επισκεπτών.