Η Νέα Μονή της Χίου είναι στην πραγματικότητα ένα ιστορικό μοναστήρι που ιδρύθηκε το 1042 μ.Χ., γνωστό παγκοσμίως για τα εξαιρετικής τέχνης ψηφιδωτά του. Το 1990 ανακηρύχθηκε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO. Η Νέα Μονή βρίσκεται στο κέντρο του νησιού, σε απόσταση 12 χιλιομέτρων από τη Χώρα. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 670 μέτρων σε μια κοιλάδα του Προβατά και η θέα κατά την ανάβαση από την πόλη είναι θαυμάσια.
Σύμφωνα με την παράδοση, τρεις μοναχοί που ασκήτευαν στην περιοχή ανακάλυψαν με θαυματουργικό τρόπο μια εικόνα της Παναγιάς στα κλαδιά μιας άφλεκτης μυρτιάς. Παρότι τη μετέφεραν επανειλημμένα στη σπηλιά τους, αυτή γύριζε στη μυρτιά, πράγμα που τους ανάγκασε να χτίσουν έναν μικρό ναό της Θεοτόκου επιτόπου και να μεταφέρουν κοντά της τα κελιά τους. Έτσι γεννήθηκε η παλαιά μονή, που αργότερα αντικαταστάθηκε από τη μεγαλοπρεπέστερη Νέα Μονή.
Μια νύχτα, πάντοτε σύμφωνα με τον θρύλο, η Παναγία παρουσιάστηκε στον ύπνο των τριών μοναχών και τους προέτρεψε να μεταβούν στη Λέσβο, για να συναντήσουν τον εκεί εξόριστο Κωνσταντίνο τον Μονομάχο και να του αναγγείλουν ότι σύντομα θα επέστρεφε στην Κωνσταντινούπολη και θα στεφόταν αυτοκράτορας. Ο Κωνσταντίνος με τη σειρά του τους υποσχέθηκε ότι, αν επαληθεύονταν, θα τους χάριζε ό,τι του ζητούσαν. Οι μοναχοί του εξιστόρησαν όλα τα περιστατικά σε σχέση με την εικόνα και τον παρακάλεσαν, όταν βασιλεύσει, να χτίσει μεγαλoπρεπή ναό προς τιμήν της Θεοτόκου στο σημείο όπου είχε βρεθεί το εικόνισμα.
Το 1042 η Ζωή η Πορφυρογέννητη ανακάλεσε από την εξορία τον Μονομάχο, τον παντρεύτηκε και τον ανακήρυξε Αυτοκράτορα. Ο Μονομάχος τήρησε την υπόσχεσή του και έδωσε διαταγές να χτιστεί μεγαλόπρεπος μοναστηριακός ναός στη Χίο. Μάλιστα, το ενδιαφέρον του Αυτοκράτορα δεν περιορίστηκε στην ανέγερση του ναού, αλλά συνεχίστηκε με τουλάχιστον δέκα Χρυσόβουλα τα οποία εξασφάλιζαν στη Νέα Μονή προνόμια και δωρεές. Μέχρι και το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ο εκάστοτε Αυτοκράτορας είχε τη Μονή απευθείας υπό την εποπτεία του. Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η Νέα Μονή έγινε «Πατριαρχικό Σταυροπήγιο» ως το 1859 που καταργήθηκε αυτός ο τίτλος. Ο ηγούμενός της ήταν τελείως ανεξάρτητος από τον Επίσκοπο Χίου και λογοδοτούσε μόνο στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ο θρύλος παραδίδει ότι μια πλούσια Τουρκάλα αποφάσισε να επισκεφθεί το μοναστήρι παρά την απαγόρευση εισόδου γυναικών σε αυτό. Στον δρόμο έμαθε ότι ο πύργος της είχε πιάσει φωτιά, κάτι που απέδωσε σε τιμωρία της Θεοτόκου για το τόλμημά της. Την παρακάλεσε λοιπόν να σώσει τα πολύτιμα υπάρχοντά της τάζοντάς της βαρύτιμο χρυσοκέντητο ύφασμα. Επιστρέφοντας στον πύργο της, βρήκε μόνο το δωμάτιό της να έχει σωθεί από τη φωτιά, οπότε δώρισε στη Μονή το χρυσοκέντητο ύφασμα που είχε τάξει. Μέχρι σήμερα η περιοχή στα νότια της πόλης της Χίου όπου βρισκόταν ο πύργος ονομάζεται «Καμμένος Πύργος».
Κατά τις σφαγές του 1822 χιλιάδες γυναικόπαιδα προσέφυγαν στα πιο ορεινά και οχυρά μέρη, όπως η Νέα Μονή. Μεγάλη δύναμη Τούρκων υποστηριζόμενη από πυροβολικό επιτέθηκε στη Μονή, κατέσφαξε όλους τους μοναχούς, λεηλάτησε τα πάντα παίρνοντας για δούλους τα γυναικόπαιδα και τελικά έκαψε τη Μονή. Μόνο το «άφλεκτο» εικόνισμα της Παναγίας βρέθηκε λίγο σχισμένο στο κέντρο και λίγο καμμένο στην κορυφή. Ο ναός κάηκε και πάλι το 1828 από τους Τούρκους.
Ο σεισμός στις 22 Μαρτίου του 1881 συμπλήρωσε την καταστροφή γκρεμίζοντας τον τρούλο και το μεγαλύτερο μέρος του ναού και καταστρέφοντας τα περισσότερα ψηφιδωτά. Μετά και από αυτό η Μονή σχεδόν ερήμωσε. Κυνηγοί θησαυρών στην προσπάθειά τους να βρουν κάτι πολύτιμο άνοιξαν πηγάδια ολόκληρα στο πάτωμα του ναού καιμεγάλες τρύπες στους τοίχους του.
Τα ψηφιδωτά της Νέας Μονής Χίου αποτελούν ένα από τα τρία κορυφαία σύνολα ψηφιδωτών στον ελλαδικό χώρο. Οι καλλιτέχνες που δούλεψαν εδώ ήταν Κωνσταντινουπολίτες, των αυτοκρατορικών καλλιτεχνικών εργαστηρίων. Εμπνεύστηκαν στην απόδοση των μορφών από μορφολογικούς τύπους της ύστερης αρχαιότητας. Με τη δουλειά τους στη Νέα Μονή, που δείχνει να ακολουθεί ανάλογες τάσεις στη Βασιλεύουσα, καταθέτουν μια ολότελα καινούρια καλλιτεχνική πρόταση που βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα κατά την ίδια περίοδο στη Δύση.
Τα ψηφιδωτά του τρούλου στον κυρίως ναό δεν σώζονται. Λίγο χαμηλότερα, στα σφαιρικά τρίγωνα κάτω από τον τρούλο, σώζονται παραστάσεις των Χερουβείμ και των Σεραφείμ, καθώς και δύο από τους τέσσερις Ευαγγελιστές, ο Ιωάννης (φθαρμένος) και ο Μάρκος. Πάνω από το Ιερό Βήμα, η Πλατυτέρα σώζεται ακέφαλη. Αμέσως χαμηλότερα, στις κόγχες του οκταγώνου, σώζονται σκηνές από το Δωδεκάορτο, το οποίο συνεχίζεται και στον νάρθηκα. Η καλύτερα σωζόμενη παράσταση είναι η Βάπτιση, η οποία μαζί με τη Σταύρωση και την Ανάσταση αποτελεί το αριστουργηματικότερο ίσως τρίπτυχο. Απεικονίζονται επίσης η Μεταμόρφωση και η Αποκαθήλωση. Στον τρουλίσκο του νάρθηκα υπήρχε η Παρθένος ως δεομένη μάνα, που δεν σώζεται. Τη «φρουρούσανν» ολόσωμα ψηφιδωτά των «στρατιωτικών αγίων» μέσα σε αψίδες. Στις καμάρες του νάρθηκα υπήρχαν έξι χριστολογικές συνθέσεις: η Ανάσταση του Λαζάρου, ο Νιπτήρας (σε δύο μέρη με αναλυτικές επιγραφές), η Προδοσία του Ιούδα (επίσης με αναλυτικές ψηφιδωτές επιγραφές), η Ανάληψη και οι κατεστραμμένες σήμερα Βαϊοφόρος και Πεντηκοστή.
Στα ψηφιδωτά της Νέας Μονής Χίου αντανακλώνται περισσότερα από ένα τεχνοτροπικά ρεύματα της βυζαντινής τέχνης του τέλους της δυναστείας των Μακεδόνων. Χαρακτηριστικές της κλασικιστικής τάσης που εμπνέεται από τα αισθητικά ιδεώδη της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας είναι μορφές με πλαστικότητα στην απόδοση του σώματος, διάκριση σταθερού και άνετου σκέλους στην όρθια στάση, ενδυμασία που αφήνει να διαφανούν οι σωματικοί όγκοι, πλούσια κόμη και μεγάλο εύρος στην ποικιλία των χρωμάτων και τη διαβάθμιση των χρωματικών τόνων. Τέτοιες μορφές, όπως ο προφήτης Ησαΐας στον νάρθηκα, παραπέμπουν σε αρχαία αγαλματικά πρότυπα. Χαρακτηριστικές της αντικλασικής, «δυναμικής» τάσης που θα κυριαρχήσει τον επόμενο αιώνα είναι μορφές αφαιρετικές και επίπεδες, με πλούτο γραμμικών στοιχείων, έντονες σκιάσεις και δυναμικές κινήσεις (π.χ. ο Ιωάννης από τη Σταύρωση ή ο Χριστός από την Ανάσταση). Την ίδια τάση εξαΰλωσης και πνευματικότητας υπηρετεί και η λιτότητα στην απόδοση του βάθους, το οποίο καλύπτει συχνά μια ομοιογενής χρυσή επιφάνεια μεταφέροντας τη δράση σε ένα απόκοσμο περιβάλλον πλημμυρισμένο από το θείο φως.
Αξιοσημείωτη είναι τέλος η προσοχή που δόθηκε από τους δημιουργούς ώστε τα ψηφιδωτά του κυρίως ναού, τοποθετημένα ψηλότερα από τον θεατή, να αποδίδουν τις σωστές αναλογίες, όταν παρατηρούνται από χαμηλότερα. Όσες παραστάσεις καλύπτουν καμπύλες επιφάνειες έχουν ελαφρώς «συμπιεσμένο» το κεντρικό και άνω μέρος, ώστε να φαίνονται με τις σωστές αναλογίες στον θεατή, καθώς και άλλες διορθώσεις, που θεωρητικά θα απαιτούσαν γνώσεις Προβολικής Γεωμετρίας.